Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξαπολύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπολύω
  2. θα εξαπολύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπολύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία