ενσωματώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενσωματώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσωματώνω
- θα ενσωματώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσωματώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενσωματώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενσωμάτωση