ενσταλάξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενσταλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσταλάζω
- θα ενσταλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσταλάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενσταλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενστάλαξη