Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενσταλάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσταλάζω
  2. θα ενσταλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσταλάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ενσταλάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενστάλαξη