ενικήθη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.niˈci.θi/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαενικήθη
- (λόγιο) μονοτονική γραφή της λέξης ἐνικήθη, γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος νικώμαι, λόγιας παθητικής φωνής του νικάω, νικώ
Δείτε επίσης : ἐνικήθη |
ενικήθη