Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοσκοπώ < ενδοσκόπιο + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

ενδοσκοπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία