Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοσκοπώ < ενδοσκόπιο + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Ρήμα επεξεργασία

ενδοσκοπώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία