ενδοκρινικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενδοκρινικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδοκρινικό, ουδέτερο του ενδοκρινικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενδοκρινικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδοκρινικό