ενανθρωπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενανθρωπίζομαι < ελληνιστική κοινή ἐνανθρωπίζω / ἐνανθρωπέω < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος
Ρήμα
επεξεργασίαενανθρωπίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- ενανθρώπιση / ενανθρώπηση
- → δείτε τη λέξη άνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενανθρωπίζομαι
|