Δείτε επίσης: ἐνάγουσα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενάγουσα < θηλυκό του ενάγων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈna.ɣu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νά‐γου‐σα
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐ά‐γου‐σα

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

ενάγουσα θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενάγουσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία