εμψυχωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεμψυχωτικά < εμψυχωτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεμψυχωτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμψυχωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεμψυχωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμψυχωτικό