εμπλουτίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπλουτίζομαι < εμπλουτίζω
Ρήμα επεξεργασία
εμπλουτίζομαι
- αυξάνω την περιεκτικότητά μου σε κάτι, με φυσικό τρόπο, χωρίς εξωτερική επέμβαση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπλουτίζομαι