εμετοκαθαρτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεμετοκαθαρτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμετοκαθαρτικό, ουδέτερο του εμετοκαθαρτικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεμετοκαθαρτικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμετοκαθαρτικό