εκπλήξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπλήξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπλήσσω
- θα εκπλήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπλήσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκπλήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκπληξη