Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκπλήξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπλήσσω
  2. θα εκπλήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπλήσσω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκπλήξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκπληξη