εκπαραθυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκπαραθυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπαραθυρώνω
- θα εκπαραθυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπαραθυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεκπαραθυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπαραθύρωση