εκλέγειν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκλέγειν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκλέγειν, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα στο ἐκλέγω (το να εκλέγεις). Δείτε και το μεσοπαθητικό ἐκλέγεσθαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈkle.ʝin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλέ‐γειν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκλέγειν ουδέτερο άκλιτο
- (νομικός όρος, πολιτική) το δικαίωμα να εκλέγω κάποιον σε κάποιο (δημόσιο) αξίωμα
το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι είναι κατοχυρωμένα από το σύνταγμα
- → και δείτε τη λέξη εκλέγεσθαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλέγειν
|