Δείτε επίσης: ἐκλέγειν

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλέγειν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκλέγειν, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα στο ἐκλέγω (το να εκλέγεις). Δείτε και το μεσοπαθητικό ἐκλέγεσθαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκλέγειν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία