Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκκοκκίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκοκκίζω
  2. θα εκκοκκίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκοκκίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εκκοκκίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκόκκιση