εκθεμελιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθεμελιώνω < εκ- + θεμελιώνω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεθεμελιώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαεκθεμελιώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- εκθεμελίωση
- εκθεμελιωτικός
- → δείτε τις λέξεις θεμελιώνω και θεμέλιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθεμελιώνω | εκθεμελίωνα | θα εκθεμελιώνω | να εκθεμελιώνω | εκθεμελιώνοντας | |
β' ενικ. | εκθεμελιώνεις | εκθεμελίωνες | θα εκθεμελιώνεις | να εκθεμελιώνεις | εκθεμελίωνε | |
γ' ενικ. | εκθεμελιώνει | εκθεμελίωνε | θα εκθεμελιώνει | να εκθεμελιώνει | ||
α' πληθ. | εκθεμελιώνουμε | εκθεμελιώναμε | θα εκθεμελιώνουμε | να εκθεμελιώνουμε | ||
β' πληθ. | εκθεμελιώνετε | εκθεμελιώνατε | θα εκθεμελιώνετε | να εκθεμελιώνετε | εκθεμελιώνετε | |
γ' πληθ. | εκθεμελιώνουν(ε) | εκθεμελίωναν εκθεμελιώναν(ε) |
θα εκθεμελιώνουν(ε) | να εκθεμελιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθεμελίωσα | θα εκθεμελιώσω | να εκθεμελιώσω | εκθεμελιώσει | ||
β' ενικ. | εκθεμελίωσες | θα εκθεμελιώσεις | να εκθεμελιώσεις | εκθεμελίωσε | ||
γ' ενικ. | εκθεμελίωσε | θα εκθεμελιώσει | να εκθεμελιώσει | |||
α' πληθ. | εκθεμελιώσαμε | θα εκθεμελιώσουμε | να εκθεμελιώσουμε | |||
β' πληθ. | εκθεμελιώσατε | θα εκθεμελιώσετε | να εκθεμελιώσετε | εκθεμελιώστε | ||
γ' πληθ. | εκθεμελίωσαν εκθεμελιώσαν(ε) |
θα εκθεμελιώσουν(ε) | να εκθεμελιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθεμελιώσει | είχα εκθεμελιώσει | θα έχω εκθεμελιώσει | να έχω εκθεμελιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθεμελιώσει | είχες εκθεμελιώσει | θα έχεις εκθεμελιώσει | να έχεις εκθεμελιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκθεμελιώσει | είχε εκθεμελιώσει | θα έχει εκθεμελιώσει | να έχει εκθεμελιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθεμελιώσει | είχαμε εκθεμελιώσει | θα έχουμε εκθεμελιώσει | να έχουμε εκθεμελιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθεμελιώσει | είχατε εκθεμελιώσει | θα έχετε εκθεμελιώσει | να έχετε εκθεμελιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθεμελιώσει | είχαν εκθεμελιώσει | θα έχουν εκθεμελιώσει | να έχουν εκθεμελιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκθεμελιώνω
|