Ετυμολογία

επεξεργασία
εκθεμελιώνω < εκ- + θεμελιώνω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεθεμελιώνω)

εκθεμελιώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία