Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκβλαστήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβλαστάνω
  2. θα εκβλαστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβλαστάνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκβλαστήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβλάστηση