εκβλαστήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκβλαστήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβλαστάνω
- θα εκβλαστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβλαστάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκβλαστήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβλάστηση