ειδωλολατρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ειδωλολατρικά < ειδωλολατρικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ειδωλολατρικά
- με τον τρόπο των ειδωλολατρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδωλολατρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ειδωλολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειδωλολατρικό