Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκλίνω < ελληνιστική κοινή ἐγκλίνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐγκλίνω

  Ρήμα επεξεργασία

εγκλίνω (παθητική φωνή: εγκλίνομαι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία