Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
είμεθα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
είμεθα
(
λόγιο
)
α΄
πρόσωπο
πληθυντικού
οριστικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
είμαι
πολυτονική γραφή
:
εἴμεθα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
είμαστε
(
εἴμαστε
)
είμασθε
(
εἴμασθε
)
είμασθεν
(
εἴμασθεν
)
είμεθαν
(
εἴμεθαν
) (
λόγιο
)