Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

είδα < αρχαία ελληνική εἶδον < εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd (βλέπω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

είδα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βλέπω

Συγγενικά επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία