Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυφιακός ρυθμός < → δείτε τις λέξεις δυφιακός και ρυθμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitrate

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δυφιακός ρυθμός