δυσκόλως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκόλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκόλως
Επίρρημα
επεξεργασίαδυσκόλως
Πηγές
επεξεργασία- «δύσκολος (& δύσκολα, δυσκόλως [μτγν](έστερο)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
ΣτΕ: Ως ελληνιστικό, στο λεξικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκόλως < δύσκολ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαδυσκόλως
- μετά δυσκολίας, δύσκολα, με δυσκολία
- με δυσαρέσκεια
Πηγές
επεξεργασία- δυσκόλως, δύσκολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .