Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραστικά < δραστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

δραστικά

  1. με δραστικό τρόπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δραστικά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραστικό
  2. δραστικά (ουσιαστικά): (γλωσσολογία) όσα ουσιαστικά δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί