δραστικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
δραστικά < δραστικός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
δραστικά
- με δραστικό τρόπο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δραστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
δραστικά
- δραστικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
- δραστικά (ουσιαστικά): (γλωσσολογία) όσα ουσιαστικά δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί