διχογνωμονώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχογνωμονώ < ελληνιστική κοινή διχογνωμέω / διχογνωμῶ < αρχαία ελληνική διχογνωμονέω / διχογνωμονῶ < διχο- + γνώμη / γιγνώσκω
Ρήμα επεξεργασία
διχογνωμονώ
Συγγενικά επεξεργασία
- διχογνωμία
- → δείτε τις λέξεις δίχα, γνώμη και γνωρίζω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διχογνωμονώ | διχογνωμονούσα | θα διχογνωμονώ | να διχογνωμονώ | διχογνωμονώντας | |
β' ενικ. | διχογνωμονείς | διχογνωμονούσες | θα διχογνωμονείς | να διχογνωμονείς | (διχογνωμόνει) | |
γ' ενικ. | διχογνωμονεί | διχογνωμονούσε | θα διχογνωμονεί | να διχογνωμονεί | ||
α' πληθ. | διχογνωμονούμε | διχογνωμονούσαμε | θα διχογνωμονούμε | να διχογνωμονούμε | ||
β' πληθ. | διχογνωμονείτε | διχογνωμονούσατε | θα διχογνωμονείτε | να διχογνωμονείτε | διχογνωμονείτε | |
γ' πληθ. | διχογνωμονούν(ε) | διχογνωμονούσαν(ε) | θα διχογνωμονούν(ε) | να διχογνωμονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διχογνωμόνησα | θα διχογνωμονήσω | να διχογνωμονήσω | διχογνωμονήσει | ||
β' ενικ. | διχογνωμόνησες | θα διχογνωμονήσεις | να διχογνωμονήσεις | διχογνωμόνησε | ||
γ' ενικ. | διχογνωμόνησε | θα διχογνωμονήσει | να διχογνωμονήσει | |||
α' πληθ. | διχογνωμονήσαμε | θα διχογνωμονήσουμε | να διχογνωμονήσουμε | |||
β' πληθ. | διχογνωμονήσατε | θα διχογνωμονήσετε | να διχογνωμονήσετε | διχογνωμονήστε | ||
γ' πληθ. | διχογνωμόνησαν διχογνωμονήσαν(ε) |
θα διχογνωμονήσουν(ε) | να διχογνωμονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διχογνωμονήσει | είχα διχογνωμονήσει | θα έχω διχογνωμονήσει | να έχω διχογνωμονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διχογνωμονήσει | είχες διχογνωμονήσει | θα έχεις διχογνωμονήσει | να έχεις διχογνωμονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διχογνωμονήσει | είχε διχογνωμονήσει | θα έχει διχογνωμονήσει | να έχει διχογνωμονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διχογνωμονήσει | είχαμε διχογνωμονήσει | θα έχουμε διχογνωμονήσει | να έχουμε διχογνωμονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διχογνωμονήσει | είχατε διχογνωμονήσει | θα έχετε διχογνωμονήσει | να έχετε διχογνωμονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διχογνωμονήσει | είχαν διχογνωμονήσει | θα έχουν διχογνωμονήσει | να έχουν διχογνωμονήσει |
|