Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.çi.liˈka ˈsiɱ.fo.na/

  Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου επεξεργασία

διχειλικά σύμφωνα ουδέτερο