Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλοσέλινο < διπλο- + σελίν(ι) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλοσέλινο ουδέτερο (κυπριακά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία