διπλοσέλινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοσέλινο ουδέτερο (κυπριακά)
- (νόμισμα, παρωχημένο) παλιό κέρμα της Κύπρου που ισοδυναμούσε με δυο σελίνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοσέλινο
|
διπλοσέλινο ουδέτερο (κυπριακά)
|