Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλασιάζομαι < δι- + -πλασιάζομαι

διπλασιάζομαι

διπλασιάστηκε ο μισθός μου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία