Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διπλασιάζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διπλασιάζομαι
<
δι-
+
-πλασιάζομαι
Ρήμα
επεξεργασία
διπλασιάζομαι
αυξάνομαι
κατά δύο φορές, γίνομαι
διπλάσιος
διπλασιάστηκε
ο μισθός μου
Συγγενικά
επεξεργασία
διπλάσια
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλάσιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διπλασιάζομαι
πολωνικά
:
podwajać się
(pl)
ρωσικά
:
удваиваться
(ru)