Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοικητικοποιώ < διοικητικός + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

διοικητικοποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία