δικαιολογητικοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ce.o.lo.ʝi.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ο‐λο‐γη‐τι‐κοί
- ομόηχο: δικαιολογητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδικαιολογητικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του δικαιολογητικός