διθυραμβικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδιθυραμβικά < διθυραμβικός
Επίρρημα
επεξεργασίαδιθυραμβικά
- με διθυραμβικό τρόπο, πολύ ενθουσιωδώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία διθυραμβικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιθυραμβικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διθυραμβικό