Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διηγώντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διηγώντας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα, μεσαιωνικού ρήματος διηγῶ (μόνον αποθετικό διηγούμαι στην κοινή νεοελληνική και αρχαία ελληνική διηγέομαι). Δείτε και τον ελληνιστικό μέλλοντα διηγήσω.

  Μετοχή επεξεργασία

διηγώντας άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

διηγώντας άκλιτο

  Πηγές επεξεργασία