διηγώντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διηγώντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διηγώντας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα, μεσαιωνικού ρήματος διηγῶ (μόνον αποθετικό διηγούμαι στην κοινή νεοελληνική και αρχαία ελληνική διηγέομαι). Δείτε και τον ελληνιστικό μέλλοντα διηγήσω.
Μετοχή επεξεργασία
διηγώντας άκλιτο
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διηγούμαι (ρήμα όμως, στην παθητική φωνή)
- ※ Δυστυχής! Παρηγορία / μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς / περασμένα μεγαλεῖα / καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς. (Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διηγώντας
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
διηγώντας άκλιτο
Πηγές επεξεργασία
- διηγούμαι, διηγώ, διηγώντας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].