διελέγχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διελέγχω < αρχαία ελληνική διελέγχω
Ρήμα
επεξεργασίαδιελέγχω
- (λόγιο) ελέγχω εξονυχιστικά και ανασκευάζω ή αποδεικνύω κάτι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διελέγχω | διέλεγχα | θα διελέγχω | να διελέγχω | διελέγχοντας | |
β' ενικ. | διελέγχεις | διέλεγχες | θα διελέγχεις | να διελέγχεις | διέλεγχε | |
γ' ενικ. | διελέγχει | διέλεγχε | θα διελέγχει | να διελέγχει | ||
α' πληθ. | διελέγχουμε | διελέγχαμε | θα διελέγχουμε | να διελέγχουμε | ||
β' πληθ. | διελέγχετε | διελέγχατε | θα διελέγχετε | να διελέγχετε | διελέγχετε | |
γ' πληθ. | διελέγχουν(ε) | διέλεγχαν διελέγχαν(ε) |
θα διελέγχουν(ε) | να διελέγχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέλεγξα | θα διελέγξω | να διελέγξω | διελέγξει | ||
β' ενικ. | διέλεγξες | θα διελέγξεις | να διελέγξεις | διέλεγξε | ||
γ' ενικ. | διέλεγξε | θα διελέγξει | να διελέγξει | |||
α' πληθ. | διελέγξαμε | θα διελέγξουμε | να διελέγξουμε | |||
β' πληθ. | διελέγξατε | θα διελέγξετε | να διελέγξετε | διελέγξτε | ||
γ' πληθ. | διέλεγξαν διελέγξαν(ε) |
θα διελέγξουν(ε) | να διελέγξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διελέγξει | είχα διελέγξει | θα έχω διελέγξει | να έχω διελέγξει | ||
β' ενικ. | έχεις διελέγξει | είχες διελέγξει | θα έχεις διελέγξει | να έχεις διελέγξει | ||
γ' ενικ. | έχει διελέγξει | είχε διελέγξει | θα έχει διελέγξει | να έχει διελέγξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διελέγξει | είχαμε διελέγξει | θα έχουμε διελέγξει | να έχουμε διελέγξει | ||
β' πληθ. | έχετε διελέγξει | είχατε διελέγξει | θα έχετε διελέγξει | να έχετε διελέγξει | ||
γ' πληθ. | έχουν διελέγξει | είχαν διελέγξει | θα έχουν διελέγξει | να έχουν διελέγξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διελέγχομαι | διελεγχόμουν(α) | θα διελέγχομαι | να διελέγχομαι | ||
β' ενικ. | διελέγχεσαι | διελεγχόσουν(α) | θα διελέγχεσαι | να διελέγχεσαι | (διελέγχου) | |
γ' ενικ. | διελέγχεται | διελεγχόταν(ε) | θα διελέγχεται | να διελέγχεται | ||
α' πληθ. | διελεγχόμαστε | διελεγχόμαστε διελεγχόμασταν |
θα διελεγχόμαστε | να διελεγχόμαστε | ||
β' πληθ. | διελέγχεστε | διελεγχόσαστε διελεγχόσασταν |
θα διελέγχεστε | να διελέγχεστε | (διελέγχεστε) | |
γ' πληθ. | διελέγχονται | διελέγχονταν διελεγχόντουσαν |
θα διελέγχονται | να διελέγχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διελέγχθηκα | θα διελεγχθώ | να διελεγχθώ | διελεγχθεί | ||
β' ενικ. | διελέγχθηκες | θα διελεγχθείς | να διελεγχθείς | διελέγξου | ||
γ' ενικ. | διελέγχθηκε | θα διελεγχθεί | να διελεγχθεί | |||
α' πληθ. | διελεγχθήκαμε | θα διελεγχθούμε | να διελεγχθούμε | |||
β' πληθ. | διελεγχθήκατε | θα διελεγχθείτε | να διελεγχθείτε | διελεγχθείτε | ||
γ' πληθ. | διελέγχθηκαν διελεγχθήκαν(ε) |
θα διελεγχθούν(ε) | να διελεγχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διελεγχθεί | είχα διελεγχθεί | θα έχω διελεγχθεί | να έχω διελεγχθεί | διελεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διελεγχθεί | είχες διελεγχθεί | θα έχεις διελεγχθεί | να έχεις διελεγχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διελεγχθεί | είχε διελεγχθεί | θα έχει διελεγχθεί | να έχει διελεγχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διελεγχθεί | είχαμε διελεγχθεί | θα έχουμε διελεγχθεί | να έχουμε διελεγχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διελεγχθεί | είχατε διελεγχθεί | θα έχετε διελεγχθεί | να έχετε διελεγχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διελεγχθεί | είχαν διελεγχθεί | θα έχουν διελεγχθεί | να έχουν διελεγχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διελέγχω
|