διαχαράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαχαράζω < ελληνιστική κοινή διαχαράσσω < αρχαία ελληνική δια- + χαράσσω κατά το χαράσσω > χαράζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαχαράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαχαράζω
|
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)