διαφώτιστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιαφώτιστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διαφώτιστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διαφώτιστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαφώτιστος
διαφώτιστων