διαρρήχνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαρρήχνω < αρχαία ελληνική διαρρηγνύω < διά + ῥήγνῡμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wreh₁ǵ-
Ρήμα επεξεργασία
διαρρήχνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του διαρρηγνύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαρρήχνω
|