Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διανυκτερεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
  2. θα διανυκτερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διανυκτερεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανυκτέρευση