διανυκτερεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιανυκτερεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
- θα διανυκτερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιανυκτερεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανυκτέρευση