διαμιάς
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμιάς < διά + μιας, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική με μιας [1]
- Κατ' άλλη άποψη,[2] κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική διαμιᾶς (αμέσως), συνεκφορά φράσης < ελληνιστική κοινή διὰ μιᾶς + γενική πτώση (με τη μία...)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈmɲas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐μιάς
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
διαμιάς (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, αμέσως
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμιάς
→ δείτε τη λέξη αμέσως |
Επεξεργασία
- ↑ «διαμιάς» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.