Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμερισματοποιώ < διαμέρισμα + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

διαμερισματοποιώ

  1. διαχωρίζω ένα σύνολο σε επιμέρους τμήματα ή μερίσματα
  2. κατακερματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία