διακόσιοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακόσιοι < αρχαία ελληνική διακόσιοι < δύο + ἑκατόν
Επίθετο
επεξεργασίαδιακόσιοι, -ες, -α
- που ανέρχονται σε δυο εκατοντάδες, των οποίων ο αριθμός είναι 200
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διακοσιοστός
- διακοσιετηρίδα
- διακοσαετία
- διακοσιομέδιμνος
- → δείτε τις λέξεις δύο και εκατό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακόσιοι