διακυβεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διακυβεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακυβεύω
- θα διακυβεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακυβεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
διακυβεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακύβευση