Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  διακόπτω και συνουσία

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

διακοπτόμενη συνουσία θηλυκό

  • αντισυλληπτική πρακτική που συνίσταται στην έξοδο του πέους από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία