Δείτε επίσης: διακινοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈnu.me/ & /ðʝa.ciˈnu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κι‐νού‐μαι
ομόηχο: διακινούμε

  Ρήμα επεξεργασία

διακινούμαι, π.αόρ.: διακινήθηκα, μτχ.π.π.: διακινημένος, (ενεργ.: διακινώ)