Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαζώνω<δια + ζώνω

  Ρήμα επεξεργασία

διαζώνω

  1. δένω κάτι με ζώνη
  2. περιβάλλω, περικυκλώνω

Κλίση επεξεργασία