διαζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαζώνω
- δένω κάτι με ζώνη
- περιβάλλω, περικυκλώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαζώνω | διάζωνα | θα διαζώνω | να διαζώνω | διαζώνοντας | |
β' ενικ. | διαζώνεις | διάζωνες | θα διαζώνεις | να διαζώνεις | διάζωνε | |
γ' ενικ. | διαζώνει | διάζωνε | θα διαζώνει | να διαζώνει | ||
α' πληθ. | διαζώνουμε | διαζώναμε | θα διαζώνουμε | να διαζώνουμε | ||
β' πληθ. | διαζώνετε | διαζώνατε | θα διαζώνετε | να διαζώνετε | διαζώνετε | |
γ' πληθ. | διαζώνουν(ε) | διάζωναν διαζώναν(ε) |
θα διαζώνουν(ε) | να διαζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διάζωσα | θα διαζώσω | να διαζώσω | διαζώσει | ||
β' ενικ. | διάζωσες | θα διαζώσεις | να διαζώσεις | διάζωσε | ||
γ' ενικ. | διάζωσε | θα διαζώσει | να διαζώσει | |||
α' πληθ. | διαζώσαμε | θα διαζώσουμε | να διαζώσουμε | |||
β' πληθ. | διαζώσατε | θα διαζώσετε | να διαζώσετε | διαζώστε | ||
γ' πληθ. | διάζωσαν διαζώσαν(ε) |
θα διαζώσουν(ε) | να διαζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαζώσει | είχα διαζώσει | θα έχω διαζώσει | να έχω διαζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαζώσει | είχες διαζώσει | θα έχεις διαζώσει | να έχεις διαζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαζώσει | είχε διαζώσει | θα έχει διαζώσει | να έχει διαζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαζώσει | είχαμε διαζώσει | θα έχουμε διαζώσει | να έχουμε διαζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαζώσει | είχατε διαζώσει | θα έχετε διαζώσει | να έχετε διαζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαζώσει | είχαν διαζώσει | θα έχουν διαζώσει | να έχουν διαζώσει |
|