διάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική diana
Επίρρημα
επεξεργασίαδιάνα
- ακριβώς, επιτυχία, κέντρο
- του έδωσα στην τύχη μια απάντηση και πέτυχα διάνα
Επιφώνημα
επεξεργασίαδιάνα
- εκφράζει επιτυχία, ακρίβεια