Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαεξαδική ομιλία < δεκαεξαδική + ομιλία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hexspeak)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δεκαεξαδική ομιλία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία