δανειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδανειακά < δανειακός
Επίρρημα
επεξεργασίαδανειακά
- με δάνειο
- βοηθώ δανειακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία δανειακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδανειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δανειακό