δήπου
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαδήπου
- άλλη γραφή του δή που: πιθανώς, υποθέτω, φαντάζομαι, αναμφίβολα
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
- ο μεν Αισχύλος καθόταν σε μια πέτρα, (ασχολούμενος) με τα συνηθισμένα φαντάζομαι, φιλοσοφώντας και γράφοντας, άτριχος δε ήταν στην κεφαλή, φαλακρός.
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
Πηγές
επεξεργασία- δήπου - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δήπου - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.