δάμαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δάμαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδάμαρ θηλυκό (γεν. τῆς δάμαρτος)
- γυναίκα, σύζυγος, σύντροφος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἄλκηστις, 930
- ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν·
- έχασες τη γυναίκα σου, έχασες την αγάπη της·
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
- ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλῆς Μαινόμενος, 1138
- ἦ καὶ δάμαρτός εἰμ᾽ ἐγὼ φονεὺς ἐμῆς;
- Λοιπόν και της γυναίκας μου φονιάς εγώ είμαι;
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
- ἦ καὶ δάμαρτός εἰμ᾽ ἐγὼ φονεὺς ἐμῆς;
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἄλκηστις, 930
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ὄαρ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δάμαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάμαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.