→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δάμαρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάμαρ θηλυκό (γεν. τῆς δάμαρτος)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὄαρ

Συνώνυμα

επεξεργασία