γαμετή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαμετή < γαμέτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαμετή θηλυκό
- η έγγαμος γυναίκα, η σύζυγος, σε αντιδιαστολή προς την ερωμένη, την παλλακίδα
γαμετή θηλυκό