Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμετή < γαμέτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαμετή θηλυκό

  • η έγγαμος γυναίκα, η σύζυγος, σε αντιδιαστολή προς την ερωμένη, την παλλακίδα